- ἄτυκτος
- ἄτυκτος, ον,A undone,
οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον Ps.-Phoc.56
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον Ps.-Phoc.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.